υπαλληλίσκος

υπαλληλίσκος
ο, Ν
1. ασήμαντος υπάλληλος, υπάλληλος που κατέχει χαμηλή βαθμίδα στην υπαλληλική ιεραρχία, υπαλληλάκος
2. υπάλληλος μικρής ηλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. τυρανν-ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπαλληλίσκος — ο ο ασήμαντος υπάλληλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • κλαδίσκος — ο (Α κλαδίσκος) μικρός κλάδος, κλαδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος, υπαλληλίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • κλεπτίσκος — κλεπτίσκος, ὁ (Α) (υποκορ. τού κλέπτης) κλεφταράκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + υποκορ. κατάλ. ίσκος, πρβλ. δικτατορ ίσκος, υπαλληλίσκος] …   Dictionary of Greek

  • κλωνίσκος — ο (Α κλωνίσκος) μικρός κλώνος ή τρυφερό κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. δικηγορ ίσκος, υπαλληλίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • υπαλληλάκος — ο, Ν υπαλληλίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. άκος (πρβλ. εμπορ άκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”